Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Βίνσεντ Βαν Γκογκ

"..δε δυσκολεύτηκα να βρω τρόπους να εκφράσω τη λύπη, την απόλυτη μοναξιά.." Βίνσεντ Βαν Γκογκ.

     Γεννήθηκε στο Ζίντερ, χωριό της Ολλανδικής Βραβάντης, 30 Μάρτη, από πατέρα πάστορα. Η μητέρα του, 'Αννα Κορνήλια Μπαρμπέντους, κόρη βιβλιοδέτη της Αυλής, αγαπούσε το διάβασμα, πολύ περισσότερο από τον πατέρα κι είχε κλίση στο σχέδιο. Γρήγορα ο μικρός Βίνσεντ, εκδήλωσε ονειροπόλο, ευαίσθητο και δυσπρόσιτο όμως, χαρακτήρα. Αγαπούσε κι είχε ανάγκη την οικογένειά του, μα επιδίωκε τη μοναξιά και τους μοναχικούς περιπάτους. Αγαπούσε να μελετά τη φύση, τους αγρούς, τα έντομα.
     Σταμάτησε νωρίς τις σπουδές γιατί η οικογένεια του ήτανε πολυμελής κι αυτός πρωτότοκος. Έπιασε μια ταπεινή δουλειά, αλλά στη Χάγη, σ' ένα ολλανδικό παράρτημα μιας γνωστής, γαλλικής αίθουσας τέχνης, της Γκαλερί Γκουπίλ. Έγινε συσκευαστής βιβλίων. Στα 16 του και μες στη δουλειά του, ξεδιπλώνει το ταλέντο της γοργής αφομοίωσης με το περιβάλλον, πράμα που μαρτυρά, μεγάλη εξυπνάδα κι οξύτατη αντίληψη. Έτσι, το 1873, μεταφέρεται στο Λονδρέζικο παράρτημα. Ύστερα από διπλή απογοήτευση (ερωτική και περιβάλλοντος), το 1875, μεταφέρεται στο Παρίσι, στην έδρα της γκαλερί. Δεν απολαμβάνει το μέρος εξαιτίας θρησκευτικών πεποιθήσεων κι αναστολών κι έτσι το μόνο που κάνει στον ελεύθερο χρόνο του, είναι να περνά ώρες μόνος ή με παρέα και κουβέντα στο δωματιάκι του ή να γυρνά στα μουσεία και στις εκθέσεις. Στην αλληλογραφία με τον αγαπημένο, κατά 4 έτη μικρότερο, αδερφό του Τεό, εκτός όσων γράφει, σχεδιάζει ό,τι του περιγράφει κι ό,τι βλέπει γύρω και του τραβά τη προσοχή.
     Επιστρέφει Αγγλία, Κέντ. Προσπαθεί να προγυμνάσει παιδιά, στα γαλλικά και στα γερμανικά, όχι τόσο για να κερδίσει χρήματα, μιας κι οι γνώσεις του στις γλώσσες αυτές, δεν είναι κι οι καλύτερες δυνατές, αλλά για να κάνει επαφές και γνωριμίες. Έτσι γνωρίζει ακόμα βαθύτερα, τη γύρω αθλιότητα των χαμηλών στρωμάτων πληθυσμού κι αυτό τον επηρεάζει και πάλι βαθιά. Γίνεται βοηθός πάστορα και κηρύττει στο πλευρό του. Το 1878 επιστρέφει στη πατρίδα κι ενθαρρύνεται να σπουδάσει στην Ιερατική Σχολή του 'Αμστερνταμ, μ' αποτυγχάνει στις εξετάσεις. Κάνει λαϊκά κηρύγματα κι εκεί πια στρέφεται οριστικά στη ζωγραφική. Εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες και μελετά συστηματικά, σχέδιο.
     1881, δοκιμάζει άλλη μια ερωτική απογοήτευση κι επιστρέφει στα περίχωρα της Χάγης, ζωγραφίζοντας τοπία και δρόμους. Την επόμενη χρονιά, βρίσκει στο πρόσωπο μιας πόρνης, της Χριστίνας (Σιέν), το άτομο κείνο που θα του επιτρέψει να διοχετεύσει όλη του τη συναισθηματική έκφραση. Μήτε όμως κι αυτό μέλλεται να κρατήσει για πολύ. Η Σιέν, μούσα, ερωμένη και μοντέλο του, μόλις γεννά τον δεύτερο γιό της, τον εγκαταλείπει οριστικά. Οικονομικά προβλήματα. Τέλος 1883, τα "σπάει" με το σπίτι του και καταφεύγει σ' ένα δωμάτιο-ατελιέ του Κ. Σαφράτ κι εκεί μέσα, ανάμεσα σ' ακόμα πάνω από 200 πίνακες τη διετία 1884-5(!), συνθέτει το πρώτο μεγάλο του αριστούργημα: "Οι Πατατοφάγοι"! Τον επόμενο χρόνο παίρνει πάλι τους δρόμους. Πεθαίνει ο πατέρας του κι ο ίδιος επισκέπτεται την Αμβέρσα όπου επηρεάζεται πολύ από τον Ρούμπενς.
     Στα 1886-8, εγκαθίσταται στο Παρίσι, μα περνά το χρόνο του κυρίως στις γαλλικές επαρχίες. Γνωρίζει τον Πιζάρο και τον Λωτρέκ και συνδέονται με φιλία. Αυτή η περίοδος, ανάμεσα από 200 πίνακές του, φέρνει κι άλλα μεγάλα έργα. Είναι η λεγόμενη περίοδος της Αρλ. Ιδιαίτερα μετά το τσακωμό του με τον Γκωγκέν και τον αδερφό του Τεό, επιστρέφει στο Παρίσι και μ' απελπισία, κόβει το αφτί του κι αλλάζει τους συνδυασμούς των χρωμάτων του. Ζωγραφίζει όμως συνεχώς. Το 1890 επισκέπτεται την επαρχία Οβέρζ-Ιν-Ουάζ, μα οικονομικά προβλήματα του Τεό, σταματάνε το επίδομά του Βίνσεντ. Μ' επιβαρημένη υγεία, νιώθει εγκατάλειψη. Κάνει "Το Σταροχώραφο Με Τα Κοράκια". Μένει μόνος σ' ένα δωμάτιο του νέου φίλου του, γιατρού Γκασέ, που όμως τον απογοητεύει κι αυτός γιατί αποφασίζει να ...παντρευτεί κι ο Βίνσεντ το θεωρεί επίσης ...εγκατάλειψη. Στις 23 Ιουλίου, στέλνει ένα γράμμα στον αδερφό του και του μιλά για τη ματαιότητα της ζωής.
     27 Ιουλίου, μέρα Κυριακή, ο Βίνσεντ κατευθύνεται, όπως τόσες άλλες φορές, στα σταροχώραφα. Δεν έχει μαζί του ούτε πινέλα, ούτε καβαλέτα, ούτε μουσαμάδες. Μόνον ένα περίστροφο για να χτυπήσει κοράκια. Σε μια στιγμή απελπισίας, το στρέφει στον εαυτό του. Τραυματισμένος βαριά, καταφεύγει στο γιατρό Γκασέ. Εκείνος διαπιστώνει με θλίψη, πως δε μπορεί ν' αφαιρέσει τη σφαίρα. Το επόμενο πρωΐ, φτάνει ο Τεό και τονε βρίσκει να καπνίζει ήρεμα τη πίπα του. Περνάνε όλη τη μέρα μαζί, κουβεντιάζοντας ήσυχα-ήσυχα, συμφιλιωμένοι. Το βράδυ ξαπλώνουνε κοντά-κοντά. Γύρω στις μιάμιση τη νύχτα της 28ης Ιουλίου, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ ξεψυχά, στα χέρια του αγαπημένου του αδερφού.
     Αξίζει να σημειωθεί, πως εν ζωή, δε πούλησε μήτ' ένα πίνακά του!


                        Η Tέχνη Που Μας ''Ανοίγει'' Τα Μάτια


"Ο ρόλος του ζωγράφου δεν είναι ν' αντιγράφει το περίγραμμα των πραγμάτων..."    Μίλαν Κούντερα


     To Φλεβάρη του 1888, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη ζοφερή μελαγχολία του παρισινού χειμώνα, τις νύχτες με το αλκοόλ, τις γυναίκες, τα κουραστικά πλήθη και κατευθύνεται προς το νότο. Φτάνοντας στην Αρλ της Προβηγκίας, θαμπώνεται από τον ήλιο της Μεσογείου και νοικιάζει πάραυτα σπίτι στο Νο 2 της πλατείας Λαμαρτέν, πάνω απ το καφέ De La Gare. Aυτό ήταν το διάσημο Κίτρινο Σπίτι όπου ήλπιζε να δημιουργήσει το Εργαστήρι Του Νότου, μια κοινότητα καλλιτεχνών όπως περίπου κι η αδελφότητα των Ολλανδών ζωγράφων του 17ου αιώνα. Καθώς δεν ήξερε κανένα να του ποζάρει, πρώτα του θέματα γίνονται, δένδρα, λόφοι, χωράφια, οι γέφυρες γύρω από την Αρλ. Γοητεύεται από τα χρώματα της Προβηγκίας και γράφει στον αδερφό του:
  "Εδώ μπορείς να νιώσεις τ' αστέρια και την απεραντοσύνη του ουρανού. Αφού η ζωή πάνω απ' όλα είναι παραμύθι. Ξέρεις, άνθρωποι που δε πιστεύουνε στον ήλιο και σε περιβάλλον όπως αυτό, είναι άθεοι".
     Παρέμεινε στην Αρλ ως το Μάη του 1889, δηλαδή 15 μήνες ή αλλιώς 200 πίνακες, 100 σκίτσα και 200 επιστολές. Αιτιολογώντας στον αδερφό του γιατί είχε μετακομίσει από το Παρίσι στην Αρλ, ανάφερε πως ήθελε να ζωγραφίσει το Νότο, αλλά και μέσω του έργου του να βοηθήσει κι άλλους να τον δουν. Πίστευε ακράδαντα πως οι καλλιτέχνες που ζωγράφιζαν ένα τμήμα του κόσμου, μπορούσαν ν' ανοίγουν τα μάτια των άλλων. Ο ίδιος για παράδειγμα, είχε διδαχθεί από τον Βελάσκεθ να διακρίνει τις αποχρώσεις του γκρι. Τον γοήτευαν έργα του, που απεικόνιζαν εσωτερικό φτωχικών σπιτιών. Παρατηρούσε πως ακόμα και κάτω από το καφτό φως του ήλιου, επικρατούσε ένα πένθιμο γκρίζο που σπάνια το αυλάκωνε κάποια ηλιαχτίδα, όταν τα πατζούρια δεν ήταν εντελώς κλειστά ή αν κάποιο ήτανε φθαρμένο.
     Ξαφνικά, μια μέρα είδε μπρος του ένα θέαμα, βγαλμένο λες από πίνακα του Βελάσκεθ. Στο κέντρο της Αρλ υπήρχανε κάμποσα μικρά εστιατόρια, όπου πήγαινε για φαγητό. Οι τοίχοι ήτανε κι εκεί συχνά σκοτεινοί, τα πατζούρια μισόκλειστα κι έξω, η λιακάδα του νότου δυνατή. Γράφει εκστασιασμένος στον αδερφό του:
  "Είναι εντελώς γκρίζο... ένα γκρίζο Βελάσκεθ. Στη κουζίνα βρίσκεται μια γρια και μια κοντόχοντρη υπηρέτρια, ντυμένες κι αυτές στα γκρίζα..."
     Αν λοιπόν εκείνος είχε μάθει από τον Βελάσκεθ να βλέπει τις διαβαθμίσεις του γκρίζου και τις μεγαλόσωμες μαγείρισσες με τη τραχιά όψη, κάπως έτσι μπορούμε να 'χουμε κι εμείς ξεναγό τη παλέτα του Μονέ για τα δειλινά, του Ρέμπραντ για το πρωινό φως, του Βαν Γκογκ για το κίτρινο του γαλλικού νότου. Η σχεδόν μυστικιστική δύναμη του κίτρινου  ήλιου, που αγκάλιαζε με τις ακτίνες του τη φύση της Προβηγκίας ενστάλλαζε την ελπίδα και την αναγέννηση στη ψυχή του ζωγράφου:
  "Τώρα, εφόσον έχω δει τον ωκεανό με τα ίδια μου τα μάτια, καταλαβαίνω πόσο σημαντικό είναι για μένα να μείνω στο νότο και να βιώσω το χρώμα ώστε να το οδηγήσω στα έσχατα όριά του".
     Πίστευε ότι το χρώμα είναι αυτό που δίνει ανάσα στα πράγματα. Γι' αυτό, ενώ μένει πάντα πιστός στο θέμα, ώστε αυτό να 'ναι σαφές κι όχι αφηρημένο, παίζει περίεργα παιχνίδια με τα χρώματα και τη κίνηση των γραμμών, εκφράζοντας έτσι τη δική του άποψη για τον κόσμο και για το είναι των όντων:
  "Παντού ο ουρανός έχει ένα υπέροχο μπλε χρώμα κι ο ήλιος ένα έντονο κίτρινο κι αυτό είναι εξίσου όμορφο και γοητευτικό όσο κι η αντιπαράθεση του μπλε και του κίτρινου στους πίνακες του Vermeer".
     Το χρώμα ήταν αυτό που 'δινε την εσωτερική ενέργεια στον πίνακα και γινόταν μέσο έκφρασης για την αναπαράσταση πραγματικότητας που ήταν όμως υποταγμένη στη φαντασία και τη ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη. Ο Βαν Γκογκ δεν επιλέγει το χρώμα της πραγματικότητας. Αλλιώς, στον πίνακα "Σπορέας Το Ηλιοβασίλεμα" θα 'πρεπε να βάλει μπλε για τον ουρανό, κίτρινο για το σταροχώραφο κι όχι το αντίθετο. Ομως η προσπάθειά του δεν είναι η φωτογραφική απεικόνιση του κόσμου, αλλά η απόδοση της μοναξιάς, της αμφιβολίας, της φυγής, της καταστροφής. Θυσίαζε το ναΐφ ρεαλισμό για να φτάσει σ' ένα ρεαλισμό πιο ουσιαστικό:
  "Βάζω τη καρδιά και τη ψυχή μου στα έργα μου κι έχω χάσει το μισό μου μυαλό σ' αυτή τη πορεία".
     Η αλήθεια είναι ότι στη Προβηγκία, τα χρώματα έχουνε κάτι το ιδιαίτερο. Το βοριαδάκι που συχνά φυσά από τις 'Αλπεις διώχνει τα σύννεφα και την υγρασία, αφήνοντας την ατμόσφαιρα ολοκάθαρη. Έτσι δε συναντάμε την αχλύ που κάνει θαμπά και μουντά τα χρώματα
Ο Βαν Γκογκ οργιζότανε βλέποντας πόσο είχανε παραμεληθεί τα φυσικά χρώματα του νότου:
  "Οι περισσότεροι επειδή δεν είναι κολορίστες, δε βλέπουνε στο νότο το κίτρινο, το πορτοκαλί και το θειαφί. Το χρώμα είναι έξοχο εδώ όταν είναι νεαρά τα πράσινα φύλλα, το χρώμα είναι τόσο πλούσιο που όμοιό του σπάνια βλέπουμε στο βορρά. Ομως ακόμη κι όταν τα καίει ο ήλιος και γεμίζουν σκόνη, δε χάνει την ομορφιά του γιατί το τοπίο γεμίζει χρυσαφιές αποχρώσεις. Χρυσαφί-πράσινο, χρυσαφί-κίτρινο, χρυσαφί-ροζ... κι όλ' αυτά σε συνδυασμό με μπλε -από το βαθύτερο θαλασσί ως το ανοιχτό γαλάζιο των μη με λησμόνει- ένα μπλε του κοβαλτίου, ιδιαίτερα φωτεινό και λαμπερό".
     Η σχέση του με τη φύση ήτανε σαφώς ερωτική:
  "Δε πρέπει ν' ακούμε τόσο τη γλώσσα της ζωγραφικής όσο τη γλώσσα της φύσης".
     Τα πειράματά του με το χρώμα δε προκύπταν από τις τακτικές κάποιας συγκεκριμένης τεχνοτροπίας. Ήτανε προσωπική αγωνία κι οι υπαρξιακές του αναζητήσεις, που οδηγούσανε το πινέλο. Ο Οκτάβ Μιρμπό, συγγραφέας και δημοσιογράφος που υποστήριζε τη μοντέρνα τέχνη έγραψε άρθρο για τον Βαν Γκογκ στην εφημερίδα L' Εcho De Paris που 'λεγε:
  "Οχι μόνον έχει ταυτιστεί με τη φύση, αλλά έχει απορροφήσει τη φύση μέσα του. Ανυστερόβουλα παρέδωσε τη ζωή του, αίμα και χυμούς στα δέντρα, στους ουρανούς, στα λουλούδια και στους αγρούς που ζωγράφιζε".
     Η ίδια περιοχή της Προβηγκίας αποτελούσε πηγή έμπνευσης των ζωγράφων τουλάχιστον έναν αιώνα πριν από την άφιξη του Βαν Γκογκ. Εκείνοι συνήθως τριγύριζαν στην ύπαιθρο κι αναπαριστούσαν αναγνωρίσιμους θάμνους, δέντρα, σπαρτά, σύννεφα. Ο Βαν Γκογκ  αδιαφορούσε γι' αυτή τη φωτογραφική απόδοση του ορατού κόσμου. Παρόλο που κι ο δικός του σκοπός ήτανε πάντα το πραγματικό, η ομοιότητα, διέφερε ωστόσο, από τη φωτογραφική ομοιότητα.
     Πρωταρχικός του στόχος ήταν να εμβαθύνει στις ρίζες και στη προέλευση των πραγμάτων. Στη ζωή που τα όντα κλείνουν μέσα τους. Γύρω του, τα πάντα σφύζαν από ζωή κι αυτό προσπαθούσε ν' αποδώσει στους πίνακές του με το χρώμα. Το χρώμα αντιπροσώπευε την ύπαρξη, το μυστήριο της φύσης, αυτό που κρυβόταν "πίσω από τη πραγματικότητα". Ο τρόπος που αντιλαμβανόταν τη ζωή ήτανε σχεδόν θρησκευτικός. Η στάση του θυμίζει τη στάση ενός στοργικού ανθρώπου που περιβάλλει με φροντίδα τα όντα κι απεικονίζει τον πόνο, τη χαρά, τη θλίψη, το πάθος, το πεπερασμένο:

  "Υπάρχουν απέραντα καλαμποκοχώραφα κάτω από μουντούς ουρανούς κι εγώ δε δίστασα ν' απεικονίσω αυτή τη μελαγχολία και την απόλυτη μοναξιά".
     Ο Βίνσεντ περιπλανιόταν συχνά στη "χώρα του δέντρου" όπως έλεγε, "δίπλα στον αρχαίο  ψιθυριστό ήχο", δηλαδή στην Αλπίλ, ραχοκοκαλιά της Προβηγκίας, στο όμορφο αυτό τραχύ τοπίο, όπου οι έντονες χρωματικές αντιθέσεις ταίριαζαν κι αντανακλούσαν τη διάθεσή του. Η ψυχολογική του κατάσταση κείνης της εποχής απεικονίζεται τέλεια στο βασανισμένο τοπίο της Αλπίλ.
     Μαγευόταν κυρίως από το σχήμα των ελαιόδεντρων, από τους ασημί τόνους των φυλλωμάτων τους κι από τους βασανισμένους κορμούς, τους καλά ριζωμένους στη γη. Τα διάφορα κλαδιά που κατά καιρούς ζωγράφιζε σε βάζα ή ποτήρια συμβόλιζαν την εφήμερη ομορφιά. Τα δέντρα όμως εξέφραζαν γι' αυτόν μια ομορφιά διαφορετική, ανθεκτική, αιώνια. Εκτός από την ελιά, το άλλο δέντρο σύμβολο της Προβηγκίας ήταν κατά τον Βίνσεντ το κυπαρίσσι.
  "Το κυπαρίσσι είναι όμορφο ως ξύλο και στις αναλογίες μοιάζει με αιγυπτιακό οβελίσκο. Και το πράσινο έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Είναι ένας μαύρος λεκές σ' ένα ηλιόλουστο τοπίο. Αξίζει να τα δει κανείς εδώ, μπροστά στο γαλάζιο ή καλύτερα μες στο γαλάζιο να υψώνουν τις σιλουέτες τους σαν τις μαύρες φλόγες ενός εφιάλτη".
     Τί είχε προσέξει κείνος στα κυπαρίσσια που οι άλλοι δεν το είχαν παρατηρήσει ως τότε; Αρχικά, το πώς σάλευαν στον άνεμο. Η κίνηση των δέντρων αυτών οφείλεται στο ότι τα κλαδιά τους φυτρώνουν προς τα πάνω σε αντίθεση προς τα κλαδιά του πεύκου για παράδειγμα που ανοίγουν προς το πλάι ή και προς τα κάτω. Επιπλέον, έχουνε κορμό πολύ κοντό έτσι ώστε ένα μεγάλο μέρος του δέντρου ν' αποτελείται μόνον από κλαδιά. Έτσι λοιπόν σείονται ολόκληρα στο φύσημα του ανέμου ενώ άλλα δέντρα κινούν μόνο τα κλαδιά τους, κρατώντας τον κορμό τους σταθερό. Τέλος, καθώς έχουν σχήμα κώνου, μοιάζουν με φλόγα που τρεμοπαίζει. Αυτά είχε προσέξει ο Βαν Γκογκ και θα 'κανε κι άλλους να τα δουν.
     Κάποια στιγμή ο Όσκαρ Ουάιλντ σχολίασε ότι στο Λονδίνο δεν υπήρχε ομίχλη ως τη στιγμή που τη ζωγράφισε ο Ουίστλερ. Αντίστοιχα  θα λέγαμε ότι και τα κυπαρίσσια της Προβηγκίας περνούσαν εξίσου απαρατήρητα  πριν ασχοληθεί μ' αυτά ο Βαν Γκογκ.
     Είναι αλήθεια πως η τέχνη πηγάζει από το είναι και σίγουρα δεν μπορεί να σαγηνεύει εκ του μη όντος ούτε αποκλειστικά και μόνον από τα αισθήματα ή τη φαντασία των καλλιτεχνών. Σίγουρα όμως καταφέρνει να μας ενθουσιάζει και να καθοδηγεί τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, ώστε να κατανοούμε καλύτερα αυτά που και πριν κοιτάζαμε αλλά δεν βλέπαμε.
     'Αλλωστε, το στοιχείο που διακρίνει τους μεγάλους ζωγράφους είναι ότι μας επιτρέπουν να βλέπουμε  πιο καθαρά κάποια πτυχή του κόσμου.
  "Νιώθω τρομακτική διαύγεια τις στιγμές που η φύση είναι τόσο όμορφη. Δεν είμαι πια βέβαιος για τον εαυτό μου κι οι πίνακες μοιάζουν να 'χουν βγει από όνειρο".
     Τα έργα του Βίνσεντ με τα έντονα φορτισμένα χρώματα και τα ρευστά σχήματα  δημιούργησαν αίσθηση στις αρχές του 20ου αιώνα. Δημιουργήθηκε ένα κίνημα στη Γερμανία που ονομαζόταν Die Brucke (Γέφυρα). Οι ζωγράφοι που είχανε προσχωρήσει σ' αυτό πίστευαν όπως κι ο Βαν Γκογκ, πως η τέχνη πρέπει περισσότερο να εκφράζει παρά ν' απεικονίζει, ν' αποτελεί στοχασμό για τη ζωή κι ανησυχία αντί για παρηγοριά. Να μην αντιγράφει τα ορατά, αλλά να κάνει τα πράγματα ορατά. Η εξέλιξη αυτού του κινήματος ονομάστηκε τελικά Εξπρεσιονισμός.
  "Αγαπημένε μου Τεό, δεν μπορώ να κάνω τίποτα αν οι πίνακές μου δεν πουλιούνται. Θα έρθει όμως μια μέρα που όλοι θα καταλάβουν πως αξίζουνε περισσότερο από την αξία του χρώματος που βάζω, αλλά και από την ίδια μου τη ζωή".

1 σχόλιο: